- αντεφορμώ
- (α) μετ. контратаковать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αντεφορμώ — (I) ἀντεφορμῶ ( άω) (Α) κάνω αντεπίθεση. (II) ἀντεφορμῶ ( έω) (Α) αγκυροβολώ απέναντι στον εχθρό για να ναυμαχήσω μαζί του … Dictionary of Greek